ολάκερος — η, ο ολόκληρος, ακέριος: Πώς άντεξε χωρίς νερό ολάκερη τη μέρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
αλάκερος — η, ο αντί τού ολάκερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολάκερος* με προληπτική αφομοίωση] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολόβολος — η, ο (Μ) ὁλόβολος, ον) νεοελλ. ακέραιος, ολάκερος, μονοκόμματος μσν. (σε παιχνίδι) αυτός που ρίχνεται και χτυπά με επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. μονό βολος] … Dictionary of Greek
ολοκληρωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που συντελεί ή αποτελεί ολοκλήρωση, τελειωτικός, συνολικός, ολάκερος, πλέριος: Ολοκληρωτική καταστροφή. 2. (μαθημ.), αυτός που αναφέρεται στην ολοκλήρωση ή το ολοκλήρωμα· «Ολοκληρωτικός λογισμός», κλάδος των μαθηματικών για … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολόκληρος — η, ο ακέραιος, άρτιος, ολάκερος: Ολόκληρο το σπίτι καταστράφηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)